λουσώριος

λουσώριος
λουσώριος, -ία, -ον (Α)
αυτός που χρησίμευε για αναψυχή («λουσώριον πλοῑον», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lusorius «διασκεδαστικός» < λατ. lusor «παίκτης, σκώπτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”